μικρογραφικός

μικρογραφικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία
2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα»)
3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση»
(χημ.-μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και τής προετοιμασίας τους για την εξέταση αυτή
β) «μικρογραφική δομή»
(μεταλλ.) η δομή ενός μεταλλουργικού προϊόντος, όπως αυτή παρατηρείται με τις μεθόδους τής μικρογραφίας.
επίρρ...
μικρογραφικώς και -ά
με μικρογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρογράφος Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο περ. Νέα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικρογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μικρογραφία ή γίνεται με μικρογραφία: Μικρογραφική απεικόνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”